Μουγκρητό στα τούρκικα
Μετάφραση: μουγκρητό, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
inlemek, böğürme, moo, böğürmek
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μουγκρητό
μουγκρητό συνώνυμα, μουγκρητό λεξικό γλώσσας τούρκικα, μουγκρητό στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- μουγκανίζω στα τούρκικα - böğürme, moo, böğürmek
- μουγκρίζω στα τούρκικα - inlemek, hırlamak, inilti, homurtu, growl, bir homurtu, homurdanabildi, ...
- μουδιασμένος στα τούρκικα - uyuşmuş, hissiz, uyuşuk, uyuştu, duygusuz
- μουντός στα τούρκικα - sıkıcı, donuk, bulutlu, mat, sönük, sıkıcı bir
Τυχαίες λέξεις
Μουγκρητό στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: inlemek, böğürme, moo, böğürmek
Μεταφράσεις: inlemek, böğürme, moo, böğürmek