Inmek στα ελληνικά
Μετάφραση: inmek, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χαμηλώνω, ταπεινώνω, αναμμένος, αναμμένο, αποβιβάζονται, αποβιβαστείτε, αποβίβαση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- inlemek στα ελληνικά - μουγκρίζω, μουγκρητό, στενάζω, τρίξιμο, θρόισμα, ψίθυρος, θροίζω, ...
- inme στα ελληνικά - εγκεφαλικό, χτύπημα, χαϊδεύω, κτύπημα, αποπληξία, προσβολή, εγκεφαλικό επεισόδιο
- insanlar στα ελληνικά - κόσμος, άνθρωποι, άνθρωπος, ανθρώπους, άτομα, ανθρώπων, οι άνθρωποι
- insanlık στα ελληνικά - άνδρας, επανδρώνω, άνθρωπος, κόσμος, ανθρωπότητα, υφήλιος, ανθρωπότητας, ...
Τυχαίες λέξεις
Inmek στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: χαμηλώνω, ταπεινώνω, αναμμένος, αναμμένο, αποβιβάζονται, αποβιβαστείτε, αποβίβαση
Μεταφράσεις: χαμηλώνω, ταπεινώνω, αναμμένος, αναμμένο, αποβιβάζονται, αποβιβαστείτε, αποβίβαση