Kısaltmak στα ελληνικά

Μετάφραση: kısaltmak, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συντομεύω, περικόπτω, κονταίνω, συντομεύσει, να συντομεύσει, μειώσει, συντόμευση, μειωθεί
Kısaltmak στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • kırım στα ελληνικά - σφαγή, μακελειό, πελεκώ, σφαγής, τη σφαγή, θανάτωση
  • kısa στα ελληνικά - λίγο, κοντός, μικρός, σύντομος, σύντομο, σύντομη, μικρή, ...
  • kıskanmak στα ελληνικά - φθόνος, φθονώ, ζηλεύω, begrudge, να φθονώ, προσάψω, παραχωρήσω
  • kıskanç στα ελληνικά - πράσινος, ζηλιάρης, ζηλόφθονος, ζηλότυπος, ζηλεύει, ζηλέψει, ζηλεύουν
Τυχαίες λέξεις
Kısaltmak στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: συντομεύω, περικόπτω, κονταίνω, συντομεύσει, να συντομεύσει, μειώσει, συντόμευση, μειωθεί