Kuru στα ελληνικά
Μετάφραση: kuru, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στεγνός, ξερός, ξηρός, ξηρό, ξηρού, ξηρά, ξηρή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- kurtarmak στα ελληνικά - εκτός, κατευνάζω, αποταμιεύω, διασώζω, ανακουφίζω, αποκρούω, ξαλαφρώνω, ...
- kurtçuk στα ελληνικά - προνύμφη, κάμπια, σκουλήκι, worm, ιός τύπου worm, τύπου worm, ιό τύπου worm
- kurul στα ελληνικά - εξουσιοδότηση, παραγγελία, παραγγέλλω, επιτροπή, επιτροπής, ΟΚΕ, της επιτροπής, ...
- kuruluş στα ελληνικά - θεμέλιο, βάθρο, ίδρυση, ίδρυμα, εγκατάσταση, εγκαθίδρυση, καθιέρωση
Τυχαίες λέξεις
Kuru στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: στεγνός, ξερός, ξηρός, ξηρό, ξηρού, ξηρά, ξηρή
Μεταφράσεις: στεγνός, ξερός, ξηρός, ξηρό, ξηρού, ξηρά, ξηρή