O στα ελληνικά

Μετάφραση: o, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αυτό, που, εκείνος, αυτός, ο, ότι, ο ίδιος
O στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • nüans στα ελληνικά - σκιά, απόχρωση, χροιά, απόχρωσης, αποχρώσεις, λεπτή διαφορά
  • nüfus στα ελληνικά - πληθυσμός, πληθυσμού, πληθυσμό, του πληθυσμού, τον πληθυσμό
  • oba στα ελληνικά - χωριό, νομαδική, νομάδων, νομάς, νομαδικές
  • objektif στα ελληνικά - αντικειμενικός, σκοπός, στόχος, στόχου, αντικειμενικά
Τυχαίες λέξεις
O στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: αυτό, που, εκείνος, αυτός, ο, ότι, ο ίδιος