Sömürmek στα ελληνικά

Μετάφραση: sömürmek, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αξιοποιώ, εκμεταλλεύονται, εκμεταλλευτεί, εκμεταλλευτούν, αξιοποιήσουν, αξιοποιήσει
Sömürmek στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • sökmek στα ελληνικά - κατεδαφίζω, ξήλωμα, ξεσκίζω, σκίζω, ΠΕΕ, rip
  • sömürge στα ελληνικά - αποικία, παροικία, οικισμός, αποικιακός, αποικιακή, αποικιακό, αποικιακής, ...
  • söndürmek στα ελληνικά - σβήνω, τίθεται, σβήσει, που τίθεται, τεθεί εκτός, βάλει έξω
  • sönük στα ελληνικά - πεθαμένος, νεκρός, αμυδρός, σκοτεινός, αμυδρό, dim, ισχνές
Τυχαίες λέξεις
Sömürmek στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: αξιοποιώ, εκμεταλλεύονται, εκμεταλλευτεί, εκμεταλλευτούν, αξιοποιήσουν, αξιοποιήσει