Sürekli στα ελληνικά

Μετάφραση: sürekli, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνεχής, αδιάκοπος, ενδελεχής, παντοτινός, μόνιμος, αιώνιος, σταθερός, διαρκής, συνεχή, συνεχούς, συνεχείς, συνεχές
Sürekli στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • süratli στα ελληνικά - γρήγορα, γρήγορος, γρήγορη, γρήγορο, ταχείας
  • süre στα ελληνικά - χρόνος, καιρός, συλλαβίζω, διάρκεια, φορά, μήκος, ενώ, ...
  • sürfe στα ελληνικά - surf, Σερφάρετε, σερφ, κυματωγή, να σερφάρετε
  • sürgü στα ελληνικά - σβάρνα, τσουλήθρα, ολίσθηση, διαφάνεια, slide, διαφανειών
Τυχαίες λέξεις
Sürekli στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνεχής, αδιάκοπος, ενδελεχής, παντοτινός, μόνιμος, αιώνιος, σταθερός, διαρκής, συνεχή, συνεχούς, συνεχείς, συνεχές