Sıkıştırmak στα ελληνικά
Μετάφραση: sıkıştırmak, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στύβω, πρεσάρω, στριμώχνω, πιέζω, ζουλώ, κομπρέσα, συμπιέσει, τη συμπίεση, συμπιέσετε, συμπιέζει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- sıkılgan στα ελληνικά - ευσυνείδητος, αυτοσυνειδητός, αυτοσυνείδητη, αμήχανα, ενσυνείδητοι
- sıkıntı στα ελληνικά - ατυχία, καημός, αγωνία, θλίψη, δυστυχία, απελπισία, δυσφορίας
- sınai στα ελληνικά - βιομηχανικός, βιομηχανική, βιομηχανικών, βιομηχανικής, βιομηχανικές
- sınav στα ελληνικά - επιθεώρηση, διεργασία, εξέταση, push ups, ώθηση UPS, κάμψεις, η ώθηση UPS, ...
Τυχαίες λέξεις
Sıkıştırmak στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: στύβω, πρεσάρω, στριμώχνω, πιέζω, ζουλώ, κομπρέσα, συμπιέσει, τη συμπίεση, συμπιέσετε, συμπιέζει
Μεταφράσεις: στύβω, πρεσάρω, στριμώχνω, πιέζω, ζουλώ, κομπρέσα, συμπιέσει, τη συμπίεση, συμπιέσετε, συμπιέζει