Πιέζω στα τούρκικα
Μετάφραση: πιέζω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sıkıştırmak, sıkmak, basmak, acıtmak, koparmak, sıkma, sızlatmak, burma
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πιέζω
πιέζω τον εαυτό μου, πιέζω συνώνυμα, πιέζω στα αγγλικά, πιέζω λεξικό γλώσσας τούρκικα, πιέζω στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- πιάνω στα τούρκικα - anlamak, sap, tutma, tutuklama, av, kavramak, yakalanmak, ...
- πιάτο στα τούρκικα - çanak, yol, yemek, kurs, tabak, bulaşık, yemeğin
- πιέτα στα τούρκικα - sokmak, tıkmak, kıvırmak, kambur çıkarma, kıvrılmak
- πια στα τούρκικα - daha, artık, bundan böyle
Τυχαίες λέξεις
Πιέζω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: sıkıştırmak, sıkmak, basmak, acıtmak, koparmak, sıkma, sızlatmak, burma
Μεταφράσεις: sıkıştırmak, sıkmak, basmak, acıtmak, koparmak, sıkma, sızlatmak, burma