Στύβω στα τούρκικα
Μετάφραση: στύβω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sıkıştırmak, sıkmak, Squeeze, sıkıştırın, sıkma, sıkıştırma
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στύβω
στύβω ορθογραφία, στύβω κλιση, στύβω ή στίβω, στύβω πορτοκαλια, στύβω λεμονια, στύβω λεξικό γλώσσας τούρκικα, στύβω στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- στόμιο στα τούρκικα - ağız, delik, ağzı, ağzını, ağzına
- στόχος στα τούρκικα - niyet, amaç, hedef, hedefi, bir hedef
- στύλος στα τούρκικα - moda, direk, tavır, sütun, şekil, üslup, tarz, ...
- συγγενής στα τούρκικα - göreli, orantılı, nispi, bağıl, göreceli, ilgili
Τυχαίες λέξεις
Στύβω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: sıkıştırmak, sıkmak, Squeeze, sıkıştırın, sıkma, sıkıştırma
Μεταφράσεις: sıkıştırmak, sıkmak, Squeeze, sıkıştırın, sıkma, sıkıştırma