Tüketici στα ελληνικά

Μετάφραση: tüketici, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καταναλωτής, καταναλωτών, καταναλωτή, των καταναλωτών, καταναλωτές
Tüketici στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • tüccar στα ελληνικά - έμπορος, εμπόρου, έμπορο, εμπορικών, εμπορικό
  • tüfek στα ελληνικά - πιστόλι, τουφέκι, καραμπίνα, όπλο, τυφέκιο, το όπλο, όπλου
  • tüketim στα ελληνικά - δαπάνες, δαπάνη, κατανάλωση, κατανάλωσης, την κατανάλωση, της κατανάλωσης, κατανάλωση από
  • tüketmek στα ελληνικά - εξάτμιση, καταναλώνω, καταναλώνουν, καταναλώνουμε, καταναλώσει, καταναλώνει, καταναλώνετε
Τυχαίες λέξεις
Tüketici στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: καταναλωτής, καταναλωτών, καταναλωτή, των καταναλωτών, καταναλωτές