Καταναλωτής στα τούρκικα

Μετάφραση: καταναλωτής, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tüketici, tüketim, tüketicinin, müşteri
Καταναλωτής στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καταναλωτής

ορθολογικός καταναλωτής, ο καταναλωτήσ, καταναλωτής λεξικό, καταναλωτής παράγοντες που επιδρούν στην καταναλωτική συμπεριφορά, καταναλωτής ορισμός, καταναλωτής λεξικό γλώσσας τούρκικα, καταναλωτής στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • κατανάλωση στα τούρκικα - tüketim, tüketimi, tüketiminin, tüketimini, sarfiyatı
  • κατανέμω στα τούρκικα - pay, paylaştırmak, tayın, rasyon, oranı, ration, katyon
  • καταναλώνω στα τούρκικα - tüketmek, tüketir, tüketen, tüketebilir, tüketmeye
  • κατανικώ στα τούρκικα - yenmek, mat, şah mat, yenilgi, Checkmate'e
Τυχαίες λέξεις
Καταναλωτής στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: tüketici, tüketim, tüketicinin, müşteri