Tüm στα ελληνικά

Μετάφραση: tüm, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άρτιος, ακέραιος, μεστός, πλήρης, γεμάτος, ολικός, ολόκληρος, όλα, όλες, όλοι, όλων, όλους
Tüm στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • tükürük στα ελληνικά - πτύω, φτύνω, σάλιο, σάλιου, σιέλου, σίελο, το σάλιο
  • tül στα ελληνικά - γάζα, τούλι, τούλια, τουλι, από τούλι, τουλιών
  • tümce στα ελληνικά - καταδίκη, πρόταση, καταδικάζω, φράση, περίοδος, ποινή
  • tünemek στα ελληνικά - κάθομαι, κούρνια, φωλιά, κουρνιάζουν, φωλιάζουν, φωλιών
Τυχαίες λέξεις
Tüm στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: άρτιος, ακέραιος, μεστός, πλήρης, γεμάτος, ολικός, ολόκληρος, όλα, όλες, όλοι, όλων, όλους