Taşımak στα ελληνικά

Μετάφραση: taşımak, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κουβαλώ, μεταφέρω, συνεπαίρνω, μεταφορά, φορώ, μεταφέρουν, φέρουν, μεταφέρει, φέρει, ασκούν
Taşımak στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • taşlama στα ελληνικά - λιθοβολισμός, λιθοβολισμού, λιθοβολισμό, ο λιθοβολισμός, των κουκουτσιών
  • taşıl στα ελληνικά - απολίθωμα, ορυκτών, ορυκτά, τα ορυκτά, των ορυκτών
  • taşıt στα ελληνικά - όχημα, οχήματος, οχημάτων, του οχήματος, αυτοκινήτου
  • taşıyıcı στα ελληνικά - φορέας, μεταφορέας, φορέα, μεταφορέα, μεταφορικής
Τυχαίες λέξεις
Taşımak στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: κουβαλώ, μεταφέρω, συνεπαίρνω, μεταφορά, φορώ, μεταφέρουν, φέρουν, μεταφέρει, φέρει, ασκούν