Yüksek στα ελληνικά
Μετάφραση: yüksek, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μεγαλοπρεπής, μεγαλειώδης, καμαρωτός, υπερόπτης, ψηλός, άνω, πάνω, περήφανος, μεγάλος, απίθανος, υψηλός, ψηλά, υψηλής, υψηλή, υψηλό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- yük στα ελληνικά - ζαλίκι, φορτίζω, γεμίζω, βάρος, φορτίο, φορτώνω, φόρτωση, ...
- yüklemek στα ελληνικά - βάρος, κατηγορία, φορτώνω, ζαλίκι, φορτίο, φροντίδα, φορτίου, ...
- yükseklik στα ελληνικά - ύψος, υψόμετρο, ύψους, το ύψος, ύψος του, του ύψους
- yükseltmek στα ελληνικά - ασανσέρ, σηκώνω, αυξάνω, ανυψώνω, εντείνω, αναστηλώνω, ανατρέφω, ...
Τυχαίες λέξεις
Yüksek στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: μεγαλοπρεπής, μεγαλειώδης, καμαρωτός, υπερόπτης, ψηλός, άνω, πάνω, περήφανος, μεγάλος, απίθανος, υψηλός, ψηλά, υψηλής, υψηλή, υψηλό
Μεταφράσεις: μεγαλοπρεπής, μεγαλειώδης, καμαρωτός, υπερόπτης, ψηλός, άνω, πάνω, περήφανος, μεγάλος, απίθανος, υψηλός, ψηλά, υψηλής, υψηλή, υψηλό