Μεγαλειώδης στα τούρκικα
Μετάφραση: μεγαλειώδης, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yüksek, büyük, büyük bir, görkemli, Grand, genel
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μεγαλειώδης
μεγαλειώδης συγκέντρωση στην θεσσαλονίκη, μεγαλειώδης συνώνυμα, μεγαλειώδης λεξικό γλώσσας τούρκικα, μεγαλειώδης στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- μεγέθυνση στα τούρκικα - büyütme, büyütmeli, büyütmesi, büyütme oranı, bir büyütme
- μεγαλείο στα τούρκικα - şöhret, şan, görkem, ihtişam, ihtişamı, görkemi, splendor
- μεγαλοποιώ στα τούρκικα - büyütmek, abartarak anlatmak, germek, fazla para, overdraw, Fazladan çizim
- μεγαλοπρέπεια στα τούρκικα - ihtişam, ihtişamı, ihtişamını, görkemini, ihtişamına
Τυχαίες λέξεις
Μεγαλειώδης στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: yüksek, büyük, büyük bir, görkemli, Grand, genel
Μεταφράσεις: yüksek, büyük, büyük bir, görkemli, Grand, genel