Yaşlanmak στα ελληνικά
Μετάφραση: yaşlanmak, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ηλικία, εποχή, γερνώ, γεράσει, γεράσουν, γερνούν, γεράσουμε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- yaşamak στα ελληνικά - βρίσκομαι, διανύω, είμαι, ζωντανός, μένω, ζω, ζουν, ...
- yaşamsal στα ελληνικά - ουσιώδης, ζωτικός, ζωτικής σημασίας, ζωτικό, ζωτική, ζωτικής
- yedi στα ελληνικά - επτά, εφτά, από επτά
- yeke στα ελληνικά - μοναχικός, μόνος, μόνο, οιακοστροφίο, Λαγουδέρας, βραχίονα, τιμόνι, ...
Τυχαίες λέξεις
Yaşlanmak στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: ηλικία, εποχή, γερνώ, γεράσει, γεράσουν, γερνούν, γεράσουμε
Μεταφράσεις: ηλικία, εποχή, γερνώ, γεράσει, γεράσουν, γερνούν, γεράσουμε