Yol στα ελληνικά

Μετάφραση: yol, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τρόπος, διαδρομή, πλεύση, πορεία, δρόμος, ταινία, ράβδωση, οδός, πιάτο, ο, η, το, την, της
Yol στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • yoksulluk στα ελληνικά - φτώχεια, μιζέρια, ένδεια, πενία, φτώχειας, της φτώχειας, τη φτώχεια, ...
  • yokuş στα ελληνικά - κατηφορίζω, γέρνω, βαθμολογώ, πλαγιά, κλίση, κλίσης, πίστα, ...
  • yolcu στα ελληνικά - αναβάτης, επιβάτης, επιβατών, επιβάτη, επιβατικών, επιβατηγά
  • yolculuk στα ελληνικά - ταξίδι, ταξιδεύω, το ταξίδι, ταξιδιού, ταξίδια, εκδρομή
Τυχαίες λέξεις
Yol στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: τρόπος, διαδρομή, πλεύση, πορεία, δρόμος, ταινία, ράβδωση, οδός, πιάτο, ο, η, το, την, της