Zayıflatmak στα ελληνικά

Μετάφραση: zayıflatmak, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποδυναμώνομαι, αποδυναμώνω, αποδυναμώνουν, αποδυναμώσει, να αποδυναμώσει, αποδυναμώσουν, εξασθενίσει
Zayıflatmak στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • zavallı στα ελληνικά - χάλια, άθλιος, ελεεινός, πενιχρός, κακόμοιρος, φτωχός, κακή, ...
  • zayıf στα ελληνικά - καταβεβλημένος, μικρός, ψιλός, λεπτός, αραιώνω, μαλθακός, ασθενικός, ...
  • zehir στα ελληνικά - δηλητήριο, δηλητηρίου, δηλητηριάσεων, το δηλητήριο, δηλητηριώδη
  • zehirlemek στα ελληνικά - δηλητήριο, δηλητηρίου, δηλητηριάσεων, το δηλητήριο, δηλητηριώδη
Τυχαίες λέξεις
Zayıflatmak στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποδυναμώνομαι, αποδυναμώνω, αποδυναμώνουν, αποδυναμώσει, να αποδυναμώσει, αποδυναμώσουν, εξασθενίσει