Αποδυναμώνομαι στα τούρκικα
Μετάφραση: αποδυναμώνομαι, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
zayıflatmak, yoksullaştıran, yoksullaştıracak, yoksullaştırma, impoverish
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αποδυναμώνομαι
αποδυναμώνομαι λεξικό γλώσσας τούρκικα, αποδυναμώνομαι στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- αποδοχές στα τούρκικα - aylık, ücret, maaş, kazanç, kâr, kazançlar, kazançları, ...
- αποδοχή στα τούρκικα - kabul, kabulü, kabul edilmesi, kabul etme
- αποδυναμώνω στα τούρκικα - zayıflatmak, yoksullaştıran, yoksullaştıracak, yoksullaştırma, impoverish
- αποζημίωση στα τούρκικα - tazminat, kompanzasyon, kompanzasyonu, telafisi, dengeleme
Τυχαίες λέξεις
Αποδυναμώνομαι στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: zayıflatmak, yoksullaştıran, yoksullaştıracak, yoksullaştırma, impoverish
Μεταφράσεις: zayıflatmak, yoksullaştıran, yoksullaştıracak, yoksullaştırma, impoverish