Šňůrka στα ελληνικά
Μετάφραση: šňůrka, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κορδόνι, καλώδιο, μυελού, μυελό, λώρου
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- diferenciál στα ελληνικά - διαφορικός, απόκλιση, διαφορική, διαφορά, διαφορικής
- kriminologie στα ελληνικά - εγκληματολογία, Εγκληματολογίας, Εγκληματολογικού, Εγκληματολογικών
- nakupení στα ελληνικά - συναρμολόγηση, συρροή, σύναξη, συσσώρευση, συσφαίρωση, συνονθύλευμα, ομίλων ετερογενών δραστηριοτήτων, ...
- odpadlík στα ελληνικά - αποστάτης, λιποτάκτης, αποστάτες, αποστάτη, αρνησίθρησκος
Τυχαίες λέξεις
Šňůrka στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κορδόνι, καλώδιο, μυελού, μυελό, λώρου
Μεταφράσεις: κορδόνι, καλώδιο, μυελού, μυελό, λώρου