Šampon στα ελληνικά

Μετάφραση: šampon, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σαμπουάν, το σαμπουάν, σαμπουάν που, λούσιμο
Šampon στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • chutný στα ελληνικά - εύγευστος, νόστιμος, πικάντικο, γευστικός, ευχάριστος, νόστιμο, νόστιμα, ...
  • krotitel στα ελληνικά - θηριοδαμαστής, Tamer, Ο Tamer, πιό ήμερο, πιό ήμερη
  • odlučitelný στα ελληνικά - διαχωριζόμενα, να διαχωριστούν, διαχωρίσιμο, διαχωρίσιμα, διαχωρισθούν
  • odpovídající στα ελληνικά - οικειοποιούμαι, απεσταλμένος, σφετερίζομαι, κατάλληλος, παράλληλος, αντίστοιχος, αντιστοιχεί, ...
Τυχαίες λέξεις
Šampon στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σαμπουάν, το σαμπουάν, σαμπουάν που, λούσιμο