Artikulovat στα ελληνικά
Μετάφραση: artikulovat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έναρθρος, ευκρινής, αρθρώσει, αρθρώσουν, διατυπώσει, διατυπώσουν, εκφράσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- artikl στα ελληνικά - εμπόρευμα, αγαθό, πράγμα, κομμάτι, άρθρο, άρθρου, το άρθρο, ...
- artikulace στα ελληνικά - διάρθρωση, άρθρωση, άρθρωσης, αρθρώσεως, συνάρθρωση
- artritický στα ελληνικά - αρθριτικός, Αρθριτικές, Αρθριτικών, Η αρθριτική, αρθριτικοί
- artyčok στα ελληνικά - αγκινάρα, αγκινάρας, της αγκινάρας, αγκινάρες, την αγκινάρα
Τυχαίες λέξεις
Artikulovat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έναρθρος, ευκρινής, αρθρώσει, αρθρώσουν, διατυπώσει, διατυπώσουν, εκφράσουν
Μεταφράσεις: έναρθρος, ευκρινής, αρθρώσει, αρθρώσουν, διατυπώσει, διατυπώσουν, εκφράσουν