Běsnit στα ελληνικά
Μετάφραση: běsnit, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φουντώνω, τρικυμία, ενθουσιώδης, λυσσομανώ, διθυραμβικός, μανία, οργή, βράζω, αναταραχθεί, αρχίσει να βράζει, κοχλάζω, εξάπτομαι
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- běloch στα ελληνικά - άσπρος, λευκός, λευκό, λευκή, άσπρο, λευκά, λευκού
- bělost στα ελληνικά - λευκός, άσπρος, λευκό, λευκότητα, λευκότητας, της λευκότητας, λευκάδας, ...
- běsnění στα ελληνικά - μανία, οργή, λύσσα, οργής, την οργή, η οργή
- běžec στα ελληνικά - δρομέας, κέρσορας, αθλητής, δρομέα, συμμετέχων, runner, ολισθητήρα
Τυχαίες λέξεις
Běsnit στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φουντώνω, τρικυμία, ενθουσιώδης, λυσσομανώ, διθυραμβικός, μανία, οργή, βράζω, αναταραχθεί, αρχίσει να βράζει, κοχλάζω, εξάπτομαι
Μεταφράσεις: φουντώνω, τρικυμία, ενθουσιώδης, λυσσομανώ, διθυραμβικός, μανία, οργή, βράζω, αναταραχθεί, αρχίσει να βράζει, κοχλάζω, εξάπτομαι