Bankovní στα ελληνικά

Μετάφραση: bankovní, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τράπεζα, όχθη, ανάχωμα, τραπεζικής, τραπεζική, τραπεζικές, τραπεζικά, τραπεζικό
Bankovní στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • banka στα ελληνικά - όχθη, τράπεζα, ανάχωμα, τράπεζας, τραπεζικών, τραπεζικό, τραπεζική
  • banket στα ελληνικά - συμπόσιο, πανδαισία, πανηγύρι, ευωχούμαι, επίσημων, προετοιμασίας επίσημων δείπνων, δεξιώσεων, ...
  • bankrot στα ελληνικά - πτώχευση, πτώχευσης, την πτώχευση, χρεοκοπία, χρεοκοπίας
  • bankrotář στα ελληνικά - χρεοκοπημένος, πτώχευση, πτωχεύσας, σε πτώχευση, χρεοκοπήσει, Bankrupt
Τυχαίες λέξεις
Bankovní στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τράπεζα, όχθη, ανάχωμα, τραπεζικής, τραπεζική, τραπεζικές, τραπεζικά, τραπεζικό