Blízko στα ελληνικά
Μετάφραση: blízko, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κοντινός, κολλητός, από, κοντά, πνιγηρός, αποπνιχτικός, στενή, κλείσιμο, στενούς, στενής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- blín στα ελληνικά - υοσκύαμος, henbane, στρύχνος
- blít στα ελληνικά - barf
- blízkost στα ελληνικά - αγχιστεία, μαχαλάς, συνάφεια, σχέση, έλξη, εγγύτητα, γειτονιά, ...
- blízký στα ελληνικά - συγγενής, γειτονικός, κολλητός, συγγενικός, κοντινός, επικείμενος, πνιγηρός, ...
Τυχαίες λέξεις
Blízko στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κοντινός, κολλητός, από, κοντά, πνιγηρός, αποπνιχτικός, στενή, κλείσιμο, στενούς, στενής
Μεταφράσεις: κοντινός, κολλητός, από, κοντά, πνιγηρός, αποπνιχτικός, στενή, κλείσιμο, στενούς, στενής