Důchod στα ελληνικά

Μετάφραση: důchod, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ενοικιάζω, συνταγή, σύνταξη, ενοίκιο, νοίκι, πρόσοδος, αποστράτευση, εισόδημα, έσοδο, απολαβή, συνταξιοδοτικών, συνταξιοδοτικά, συντάξεων, σύνταξης
Důchod στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dřívější στα ελληνικά - πρώην, αργός, πρόσθιος, προηγούμενος, αποθανών, όψιμος, αργά, ...
  • dříč στα ελληνικά - αγγαρεία, τρίζω, αλέθω, λιώνω, δουλεύω σκληρά, Drudge, δουλευτής, ...
  • důchodce στα ελληνικά - συνταξιούχος, συνταξιούχου, συνταξιούχο, συντάξεως, συνταξιούχων
  • důkaz στα ελληνικά - απόδειξη, κατάθεση, διαδήλωση, πειστήριο, επίδειξη, στοιχεία, μαρτυρία, ...
Τυχαίες λέξεις
Důchod στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ενοικιάζω, συνταγή, σύνταξη, ενοίκιο, νοίκι, πρόσοδος, αποστράτευση, εισόδημα, έσοδο, απολαβή, συνταξιοδοτικών, συνταξιοδοτικά, συντάξεων, σύνταξης