Důl στα ελληνικά

Μετάφραση: důl, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μεταλλείο, νάρκη, λάκκος, ορυχείο, ορυχείου, των ναρκών, η δική μου
Důl στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • důkladný στα ελληνικά - βαθυστόχαστος, γερός, ήχος, ουσιαστικός, αξιόλογος, φωνή, εξονυχιστικός, ...
  • důkladně στα ελληνικά - δίκαια, αρκετά, βαθιά, πλήρως, τελείως, καλά, προσεκτικά, ...
  • důležitost στα ελληνικά - αξία, βαρύτητα, τιμή, εκτιμώ, στιγμή, εισάγω, σημασία, ...
  • důležitý στα ελληνικά - αξιόλογος, μεγάλος, θεμελιώδης, αρκετός, καίριος, λαμπρός, ουσιώδης, ...
Τυχαίες λέξεις
Důl στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μεταλλείο, νάρκη, λάκκος, ορυχείο, ορυχείου, των ναρκών, η δική μου