Defilovat στα ελληνικά
Μετάφραση: defilovat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κηλιδώνω, βεβηλώνω, λερώνω, μαγαρίζω, κατάθεσης, αρχειοθέτησης, κατάθεση, αρχειοθέτηση, υποβολή
Μεταφράσεις
- defektní στα ελληνικά - ελαττωματικός, ελλειπτικός, ελαττωματικό, ελαττωματικά, ελαττωματικών, ελαττωματική
- deficit στα ελληνικά - έλλειψη, έλλειμμα, ελλείμματος, του ελλείμματος, το έλλειμμα, έλλειμμα του
- defilé στα ελληνικά - λερώνω, βεβηλώνω, μαγαρίζω, κηλιδώνω, μολύνω, ρυπαίνω, defile, ...
- definice στα ελληνικά - ορισμός, ορισμό, ορισμού, καθορισμό, τον ορισμό
Τυχαίες λέξεις
Defilovat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κηλιδώνω, βεβηλώνω, λερώνω, μαγαρίζω, κατάθεσης, αρχειοθέτησης, κατάθεση, αρχειοθέτηση, υποβολή
Μεταφράσεις: κηλιδώνω, βεβηλώνω, λερώνω, μαγαρίζω, κατάθεσης, αρχειοθέτησης, κατάθεση, αρχειοθέτηση, υποβολή