Deformovat στα ελληνικά
Μετάφραση: deformovat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαστρεβλώνω, παραμόρφωση, παραμορφώνεται, παραμορφωθεί, παραμορφώνονται, παραμορφώνουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- deformace στα ελληνικά - παραμόρφωση, παραμόρφωσης, παραμορφώσεως, παραμορφώσεις, την παραμόρφωση
- deformita στα ελληνικά - παραμόρφωση, δυσμορφία, παραμόρφωσης, δυσμορφίας, της δυσμορφίας
- deformování στα ελληνικά - παραμόρφωση, παραμόρφωσης, παραμορφώσεως, παραμορφώσεις, την παραμόρφωση
- defraudace στα ελληνικά - κατάχρηση, υπεξαίρεση, υπεξαίρεσης, κατάχρησης, καταχρήσεις
Τυχαίες λέξεις
Deformovat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαστρεβλώνω, παραμόρφωση, παραμορφώνεται, παραμορφωθεί, παραμορφώνονται, παραμορφώνουν
Μεταφράσεις: διαστρεβλώνω, παραμόρφωση, παραμορφώνεται, παραμορφωθεί, παραμορφώνονται, παραμορφώνουν