Delimitace στα ελληνικά
Μετάφραση: delimitace, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περιορισμός, περιστολή, οριοθέτηση, οριοθέτησης, οριοθετήσεως, καθορισμός, την οριοθέτηση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- delikvent στα ελληνικά - εγκληματίας, παραβάτης, ένοχος, δράστη, δράστης, παραβάτη, κατάδικος
- delikátní στα ελληνικά - τρυφερός, λεπτός, μαλθακός, μαλακός, ευαίσθητος, φίνος, ευαίσθητα, ...
- delimitovat στα ελληνικά - οροθετώ, οριοθετώ, οριοθετούν, οριοθετήσει, οριοθέτηση, οριοθετηθεί, προσδιορίσει
Τυχαίες λέξεις
Delimitace στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περιορισμός, περιστολή, οριοθέτηση, οριοθέτησης, οριοθετήσεως, καθορισμός, την οριοθέτηση
Μεταφράσεις: περιορισμός, περιστολή, οριοθέτηση, οριοθέτησης, οριοθετήσεως, καθορισμός, την οριοθέτηση