Dodatkový στα ελληνικά
Μετάφραση: dodatkový, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πρόσθετος, επιπρόσθετος, συμπληρωματικός, επιπλέον, πρόσθετες, πρόσθετη, πρόσθετα, πρόσθετων
Μεταφράσεις
- dodatečný στα ελληνικά - συνεργός, πρόσθετος, επιπρόσθετος, συμπληρωματικός, επικουρικός, υποβοηθητικός, θυγατρική, ...
- dodatečně στα ελληνικά - Επιπλέον, επιπροσθέτως, Επιπρόσθετα, επί πλέον, επιπλέον να
- dodatky στα ελληνικά - προσθήκη, προσθήκης, Συμπλήρωμα, προσάρτημα, τροποποιητικό
- dodavatel στα ελληνικά - τροφοδότης, εργολάβος, προμηθευτής, ανάδοχος, ανάδοχο, αναδόχου, αντισυμβαλλόμενος
Τυχαίες λέξεις
Dodatkový στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πρόσθετος, επιπρόσθετος, συμπληρωματικός, επιπλέον, πρόσθετες, πρόσθετη, πρόσθετα, πρόσθετων
Μεταφράσεις: πρόσθετος, επιπρόσθετος, συμπληρωματικός, επιπλέον, πρόσθετες, πρόσθετη, πρόσθετα, πρόσθετων