Dohlížitel στα ελληνικά

Μετάφραση: dohlížitel, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επόπτης, τοπογράφος, επιτηρητής, επιστάτη, εποπτικός φορέας, επόπτη της
Dohlížitel στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dohlédnout στα ελληνικά - βλέπω, παραγνωρίζω, παραβλέπω, για να δείτε, να δείτε, για να δούμε, να δούμε, ...
  • dohlížet στα ελληνικά - έλεγχος, επιτηρώ, ανασκόπηση, επιθεωρώ, μελέτη, έρευνα, επιβλέπω, ...
  • dohoda στα ελληνικά - ετοιμασία, παζαρεύω, διεκπεραίωση, μοιράζω, συναλλαγή, σύμφωνο, σύμβαση, ...
  • dohodce στα ελληνικά - χρηματομεσίτης, μεσίτης, χρηματιστής, έμπορος, Broker, μεσίτη, χρηματιστή, ...
Τυχαίες λέξεις
Dohlížitel στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επόπτης, τοπογράφος, επιτηρητής, επιστάτη, εποπτικός φορέας, επόπτη της