Donucovat στα ελληνικά

Μετάφραση: donucovat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξαναγκάζω, βία, κάνω, δύναμη, φτιάχνω, κατασκευάζω, εξαναγκάσει, εξαναγκάζουν, εξαναγκάσουν, αναγκάζουν, εξαναγκασμό
Donucovat στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • donucení στα ελληνικά - παρόρμηση, εξαναγκασμός, συστολή, δύναμη, εξαναγκάζω, βία, εξαναγκασμού, ...
  • donucovací στα ελληνικά - καταναγκασμού, αναγκαστικών, καταναγκαστικά, καταναγκαστική, αναγκαστικά
  • donucování στα ελληνικά - εξαναγκασμός, εξαναγκασμού, καταναγκασμού, εξαναγκασμό, καταναγκασμό
  • donutit στα ελληνικά - φτιάχνω, δύναμη, πειθαναγκάζω, κάνω, εξαναγκάζω, βία, κατασκευάζω, ...
Τυχαίες λέξεις
Donucovat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξαναγκάζω, βία, κάνω, δύναμη, φτιάχνω, κατασκευάζω, εξαναγκάσει, εξαναγκάζουν, εξαναγκάσουν, αναγκάζουν, εξαναγκασμό