Dotování στα ελληνικά

Μετάφραση: dotování, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προικοδότηση, χάρισμα, ντοπάρισμα, ντόπινγκ, αναβολικών, το ντόπινγκ, φαρμακοδιέγερσης
Dotování στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dotknutí στα ελληνικά - αγγίζω, πινελιά, συγκινητικό, συγκινητική, αγγίζοντας, επαφή, άγγιγμα
  • dotovat στα ελληνικά - προικίζω, επιδοτώ, προικίσει, προικίσουν, προσδίδουν, αποκτήσει, τροφοδότηση
  • dotvrdit στα ελληνικά - επιβεβαιώνω, διαβεβαιώνω
  • dotvrzení στα ελληνικά - σκλήρυνση, σκλήρυνσης, τη σκλήρυνση, σκληρύνσεως, της σκλήρυνσης
Τυχαίες λέξεις
Dotování στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προικοδότηση, χάρισμα, ντοπάρισμα, ντόπινγκ, αναβολικών, το ντόπινγκ, φαρμακοδιέγερσης