Dovést στα ελληνικά

Μετάφραση: dovést, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διεξάγω, ακολουθία, αντεπεξέρχομαι, διαγωγή, καταφέρνω, γνωρίζω, συνοδεύω, συμπεριφορά, διευθύνω, καβαλιέρος, φέρσιμο, ξέρω, οδηγήσουν, να οδηγήσει, οδηγήσει, οδηγούν, οδηγεί
Dovést στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dovádět στα ελληνικά - διασκέδαση, έργο, τρέλες, παίζω, ευθυμία, παριστάνω, παιχνίδι, ...
  • dovážet στα ελληνικά - εισάγω, εισαγωγή, εισαγωγής, την εισαγωγή, εισαγωγών, εισαγωγές
  • dovézt στα ελληνικά - εισάγω, φεριμπότ, παραδώσει, διατυπώνει, διατυπώνει τη, παρέχουν, προσφέρουν
  • doznat στα ελληνικά - διακηρύσσω, εξομολογώ, κατέχω, της], εισάγω, ομολογώ, αγορεύω, ...
Τυχαίες λέξεις
Dovést στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διεξάγω, ακολουθία, αντεπεξέρχομαι, διαγωγή, καταφέρνω, γνωρίζω, συνοδεύω, συμπεριφορά, διευθύνω, καβαλιέρος, φέρσιμο, ξέρω, οδηγήσουν, να οδηγήσει, οδηγήσει, οδηγούν, οδηγεί