Hospodárný στα ελληνικά
Μετάφραση: hospodárný, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
οικονομικός, φειδωλός, λιτός, οικονομική, οικονομικό, οικονομικά, οικονομικές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- hospodaření στα ελληνικά - διοίκηση, οικονομία, οικονομίας, οικονομία της, οικονομίας της, της οικονομίας
- hospodský στα ελληνικά - ξενοδόχος, πανδοχέας, innkeeper, πανδοχέα, ξενοδόχο
- hospodář στα ελληνικά - διευθυντής, αγρότης, νοικοκύρης, γεωργός, γεωργό, καλλιεργητής
- hospodářský στα ελληνικά - οικονομικός, αγρόκτημα, οικονομική, οικονομικής, οικονομικών, οικονομικές
Τυχαίες λέξεις
Hospodárný στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: οικονομικός, φειδωλός, λιτός, οικονομική, οικονομικό, οικονομικά, οικονομικές
Μεταφράσεις: οικονομικός, φειδωλός, λιτός, οικονομική, οικονομικό, οικονομικά, οικονομικές