Imperativ στα ελληνικά
Μετάφραση: imperativ, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προστακτική, επιτακτικός, επιτακτική ανάγκη, επιτακτική, επιτακτικούς, επιτακτικό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- imobilní στα ελληνικά - ακίνητος, ακίνητο, ακίνητα, ακίνητη, ακίνητοι
- impedance στα ελληνικά - αντοχή, αντίσταση, σύνθετη αντίσταση, σύνθετης αντίστασης, εμπέδηση, αντίστασης
- imperativně στα ελληνικά - επιτακτικά, οπωσδήποτε, υποχρεωτικά, οπωσδήποτε να, απαρεγκλίτως
- imperfektum στα ελληνικά - ατελής, ατελή, ατελούς, ατελείς, ατελές
Τυχαίες λέξεις
Imperativ στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προστακτική, επιτακτικός, επιτακτική ανάγκη, επιτακτική, επιτακτικούς, επιτακτικό
Μεταφράσεις: προστακτική, επιτακτικός, επιτακτική ανάγκη, επιτακτική, επιτακτικούς, επιτακτικό