Koho στα ελληνικά

Μετάφραση: koho, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τίνος, ποιανού, ποιόν, οποίους, οποίο, τους οποίους, οποίων
Koho στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • koherence στα ελληνικά - ειρμός, συνοχή, συνοχής, συνεκτικότητα, τη συνοχή, η συνοχή
  • koherentní στα ελληνικά - συναφής, συνεκτική, συνεκτικό, συνεκτικής, συνεκτικού
  • kohout στα ελληνικά - παρακεντώ, πετεινός, πτηνό, κόκορας, βρύση, κρουνός, καβλί, ...
  • kohoutek στα ελληνικά - παρακεντώ, πετεινός, κόκορας, σκανδάλη, βρύση, βρύσης, πατήστε, ...
Τυχαίες λέξεις
Koho στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τίνος, ποιανού, ποιόν, οποίους, οποίο, τους οποίους, οποίων