Kondenzovat στα ελληνικά
Μετάφραση: kondenzovat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συμπυκνώνω, συγκεντρώνω, συγκεντρώνομαι, υγροποιώ, συνοψίζω, συμπυκνώσει, συμπυκνωθεί, συμπυκνώνει, συμπυκνωθούν, συμπυκνώσει τα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- kondenzace στα ελληνικά - συμπύκνωση, συμπύκνωσης, συμπυκνώσεως, η συμπύκνωση, τη συμπύκνωση
- kondenzor στα ελληνικά - πυκνωτής, συμπυκνωτής, Συμπυκνωτή, Πυκνωτικά, Ο συμπυκνωτής, Πυκνωτικό
- kondice στα ελληνικά - μορφή, δελτίο, πάθηση, κατάσταση, καταλληλότητα, γυμναστήριο, γυμναστικής, ...
- kondom στα ελληνικά - κολεός, προφυλακτικό, προφυλακτικού, προφυλακτικών, το προφυλακτικό, του προφυλακτικού
Τυχαίες λέξεις
Kondenzovat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συμπυκνώνω, συγκεντρώνω, συγκεντρώνομαι, υγροποιώ, συνοψίζω, συμπυκνώσει, συμπυκνωθεί, συμπυκνώνει, συμπυκνωθούν, συμπυκνώσει τα
Μεταφράσεις: συμπυκνώνω, συγκεντρώνω, συγκεντρώνομαι, υγροποιώ, συνοψίζω, συμπυκνώσει, συμπυκνωθεί, συμπυκνώνει, συμπυκνωθούν, συμπυκνώσει τα