Konzervativní στα ελληνικά
Μετάφραση: konzervativní, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συντηρητικός, συντηρητική, συντηρητικές, συντηρητικό, συντηρητικών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- konzervace στα ελληνικά - διατήρηση, διατήρησης, τη διατήρηση, διατηρήσεως, προστασία
- konzervativec στα ελληνικά - περιβαλλοντολόγος, συντηρητικός, συντηρητική, συντηρητικές, συντηρητικό, συντηρητικών
- konzervatoř στα ελληνικά - ωδείο, σέρα, Ωδείου, θερμοκήπιο, τη σέρα
- konzervovat στα ελληνικά - συντηρώ, διασώζω, κασσίτερος, διατηρώ, κονσέρβα, διατήρηση, τη διατήρηση, ...
Τυχαίες λέξεις
Konzervativní στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συντηρητικός, συντηρητική, συντηρητικές, συντηρητικό, συντηρητικών
Μεταφράσεις: συντηρητικός, συντηρητική, συντηρητικές, συντηρητικό, συντηρητικών