Líčit στα ελληνικά

Μετάφραση: líčit, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βάφω, εικόνα, περιγράφω, χρώμα, μπογιά, ζωγραφίζω, ζωγραφίσει, ζωγραφίζει
Líčit στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • líčený στα ελληνικά - επιτηδευμένος, εξιστόρησε, αφηγήθηκε, αφηγείται, εξιστορούνται, διηγήθηκε
  • líčidlo στα ελληνικά - μακιγιάζ, makeup, το μακιγιάζ, καθρέφτη μακιγιάζ, μακιγιάζ των
  • lóže στα ελληνικά - σφηνώνω, κουτί, κάσα, καταλύω, πυγμαχώ, οίκημα, κατάλυμα, ...
  • lýko στα ελληνικά - εσωτερικός φλοιός δένδρου, φλοιού, κλωστές, από στελέχη φυτών, στελέχη φυτών
Τυχαίες λέξεις
Líčit στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βάφω, εικόνα, περιγράφω, χρώμα, μπογιά, ζωγραφίζω, ζωγραφίσει, ζωγραφίζει