Leč στα ελληνικά

Μετάφραση: leč, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αλλά, όμως, ακόμα, ωστόσο, εντούτοις, πάντως
Leč στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • lexikální στα ελληνικά - λεξιλογικές, λεξιλογικό, λεξιλογική, λεξιλογικών, λεξικές
  • lezení στα ελληνικά - σκαρφαλώνω, ανεβαίνω, διαταράσσω, ορειβασία, αναρρίχηση, αναρρίχησης, την αναρρίχηση, ...
  • lešení στα ελληνικά - κρεμάλα, σκαλωσιά, ικρίωμα, σκαλωσιές, ικριώματα, ικριωμάτων, σκαλωσιάς
  • leštidlo στα ελληνικά - γυαλίζω, βερνίκι, στιλβώνω, λουστράρω, λούστρο, στίλβωση, Πολωνός, ...
Τυχαίες λέξεις
Leč στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αλλά, όμως, ακόμα, ωστόσο, εντούτοις, πάντως