Leptavý στα ελληνικά
Μετάφραση: leptavý, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καυστικός, σαρκαστικός, καυστική, καυστικό, καυστικής, καυστικού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- lept στα ελληνικά - χαλκογραφία, χάραξη, χάραξης, χαρακτική, χαράξεως
- leptat στα ελληνικά - δαγκώνω, ταράσσομαι, καυτηριάζω, τρώω, δάγκωμα, μελαγχολώ, τσίμπημα, ...
- lepší στα ελληνικά - ανώτερος, καλύτερα, καλύτερη, καλύτερο, καλύτερες, την καλύτερη
- lesbička στα ελληνικά - λεσβία, λεσβίες, λεσβιών, λεσβιακό, λεσβιακά
Τυχαίες λέξεις
Leptavý στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καυστικός, σαρκαστικός, καυστική, καυστικό, καυστικής, καυστικού
Μεταφράσεις: καυστικός, σαρκαστικός, καυστική, καυστικό, καυστικής, καυστικού