Lomcovat στα ελληνικά
Μετάφραση: lomcovat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σαλεύω, κουνώ, κούνημα, τινάξει, ανακινήστε, ταρακουνήσει, ανακινείτε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- lokálně στα ελληνικά - τοπικά, σε τοπικό επίπεδο, τοπικό επίπεδο, τοπικό, τοπική
- lom στα ελληνικά - διχοτομία, διάλειμμα, νταμάρι, αντεπίθεση, θλάση, κάταγμα, σπάσιμο, ...
- lomenice στα ελληνικά - αέτωμα, αετώματος, πυραμιδωτό, οροφή τριγωνικού πρίσματος, δίρριχτη
- lomikámen στα ελληνικά - έμπετρο
Τυχαίες λέξεις
Lomcovat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σαλεύω, κουνώ, κούνημα, τινάξει, ανακινήστε, ταρακουνήσει, ανακινείτε
Μεταφράσεις: σαλεύω, κουνώ, κούνημα, τινάξει, ανακινήστε, ταρακουνήσει, ανακινείτε