Místo στα ελληνικά
Μετάφραση: místo, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δείχνω, κλήρος, μοίρα, εμβέλεια, επισημαίνω, τοποθετώ, όρθιος, καθίζω, προσαράσσω, κατάσταση, πόστο, κύρος, διάστημα, βούλα, στίγμα, διορισμός, θέση, μέρος, τόπος, τόπο, χώρα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- místní στα ελληνικά - καθομιλούμενος, τοπικός, τοπικές, τοπικό, τοπικών, τοπική
- místně στα ελληνικά - τοπικά, σε τοπικό επίπεδο, τοπικό επίπεδο, τοπικό, τοπική
- místodržitel στα ελληνικά - κυβερνήτης, κυβερνήτη, Διοικητή, διοικητής, Governor
- místodržící στα ελληνικά - κυβερνήτης, κυβερνήτη, Διοικητή, διοικητής, Governor
Τυχαίες λέξεις
Místo στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δείχνω, κλήρος, μοίρα, εμβέλεια, επισημαίνω, τοποθετώ, όρθιος, καθίζω, προσαράσσω, κατάσταση, πόστο, κύρος, διάστημα, βούλα, στίγμα, διορισμός, θέση, μέρος, τόπος, τόπο, χώρα
Μεταφράσεις: δείχνω, κλήρος, μοίρα, εμβέλεια, επισημαίνω, τοποθετώ, όρθιος, καθίζω, προσαράσσω, κατάσταση, πόστο, κύρος, διάστημα, βούλα, στίγμα, διορισμός, θέση, μέρος, τόπος, τόπο, χώρα