Měkčit στα ελληνικά

Μετάφραση: měkčit, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μαλακώνω, μαλακώσει, μαλακώνουν, μαλακώσουν, μαλακώνει, απαλύνει
Měkčit στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • měkkýš στα ελληνικά - οστρακοειδή, θαλασσινά, μαλάκια, μαλάκιο, μαλακίου, μαλακίων, σαλιγκαριού
  • měknout στα ελληνικά - μαλακώνω, μαλακώσει, μαλακώνουν, μαλακώσουν, μαλακώνει, απαλύνει
  • mělkost στα ελληνικά - κοινοτυπία, σαχλαμάρα, κοινοτοπία, κοινοτοπία της, κοινοτοπία που
  • mělký στα ελληνικά - ρηχός, διαμέρισμα, επίπεδος, επιφανειακός, επιπόλαιος, αβαθής, ρηχά νερά, ...
Τυχαίες λέξεις
Měkčit στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μαλακώνω, μαλακώσει, μαλακώνουν, μαλακώσουν, μαλακώνει, απαλύνει