Měsíční στα ελληνικά

Μετάφραση: měsíční, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σεληνιακός, μηνιαίος, μηνιαία, μηνιαίες, μηνιαίο, μηνιαίων
Měsíční στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • městský στα ελληνικά - δημοτικός, αστικός, αστικών, αστικές, αστική, αστικής
  • měsíc στα ελληνικά - μήνας, μήνα, μηνός, μηνών, το μήνα
  • měsíčně στα ελληνικά - μηνιαίος, μηνιαία, μηνιαίες, μηνιαίο, μηνιαίων
  • měďnatý στα ελληνικά - χαλκός, Χαλκού, Copper, Ο χαλκός, του χαλκού
Τυχαίες λέξεις
Měsíční στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σεληνιακός, μηνιαίος, μηνιαία, μηνιαίες, μηνιαίο, μηνιαίων