Menšinový στα ελληνικά

Μετάφραση: menšinový, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μειοψηφία, μειονότητα, μειονότητας, μειοψηφίας, μειονοτήτων
Menšinový στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • mentální στα ελληνικά - πνευματικός, ψυχικός, ψυχική, ψυχικής, διανοητική, νοητική, ψυχικές
  • menšina στα ελληνικά - μειοψηφία, μειονότητα, μειονότητας, μειοψηφίας, μειονοτήτων
  • menší στα ελληνικά - υπεξούσιος, ασήμαντος, μικρός, ελάσσων, μικρότερος, μικρότερο, μικρότερα, ...
  • meridián στα ελληνικά - απόγειο, μεσημβρινός, μεσημβρινό, μεσημβρινού, μεσημβρινών, του μεσημβρινού
Τυχαίες λέξεις
Menšinový στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μειοψηφία, μειονότητα, μειονότητας, μειοψηφίας, μειονοτήτων