Nízko στα ελληνικά

Μετάφραση: nízko, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαμέρισμα, χαμηλός, επίπεδος, χαμηλή, χαμηλής, χαμηλό, χαμηλού
Nízko στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • náš στα ελληνικά - μας, μας για
  • nést στα ελληνικά - συντηρώ, υποστήριγμα, μεταφέρω, παίρνω, συμπαράσταση, στήριγμα, γεννώ, ...
  • nízkost στα ελληνικά - προστυχιά, ευτέλεια, χυδαιότητα, baseness, απανθρωπισμού, ποταπότητας
  • nízký στα ελληνικά - σημαίνω, άθλιος, καημένος, βάθρο, πενιχρός, χαμηλός, περιφρονητέος, ...
Τυχαίες λέξεις
Nízko στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαμέρισμα, χαμηλός, επίπεδος, χαμηλή, χαμηλής, χαμηλό, χαμηλού